ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ


Ρουσσοπούλι
Το 1321 πρωτοαναφέρονται τα καλύβια του Ρωσοπούλου ως εξαρχία του πατριαρχείου. Αρχικά οι κάτοικοι ζούσαν διάσπαρτοι στις γύρω αγροτικές περιοχές. Στη σημερινή θέση, πίσω από το λόφο του Κορακά, εγκαταστάθηκαν για λόγους ασφάλειας επί τουρκοκρατίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν συγκροτημένο χωριό και σημειώνεται σε χάρτη του 1785. Το 19ο αιώνα είχε σχολείο, 82 σπίτια, 80 οικογένειες και 110 στρατεύσιμους άνδρες. Το 1858 χτίστηκε ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που ανεγέρθηκε εκ θεμελίων το 1910.Στα χρόνια του μεσοπολέμου γνώρισε ραγδαία εξέλιξη. Είχε 191 σπίτια, 618 κατοίκους, βιοτεχνία κεραμιδιών και αξιόλογους πετράδες (παπά-Ηλίας και Ευστράτιος Τσαντίλας). Το 1925, με δαπάνη των αδερφών Διαμανταρίδη, κτίστηκε το σχολικό κτίριο. Μεταπολεμικά, σημαδεύεται από τη μετανάστευση, με συνέπεια τη γήρανση του πληθυσμού και το κλείσιμο του σχολείου. Το 2001 είχε 163 κατοίκους.

ΜΟΥΔΡΟΣ
Ο σημαντικότερος μετά τη Μύρινα οικισμός του νησιού, με πληθυσμό 1000 κ. περίπου και πρωτεύουσα του ομώνυμου Δήμου. Η ονομασία μάλλον προέκυψε από κάποιο μύδρο, βράχο που υπήρχε κοντά στην ακτή και πρόσδεναν τα καΐκια. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1355 σε αγιορείτικο έγγραφο αλλά η κατοίκηση ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια στο κοντινό νησάκι Κουκονήσι. Το 1464 το κάστρο του αναφέρεται ως ένα από τα τρία σπουδαιότερα του νησιού. Τα ερείπιά του εντοπίζονται στο λόφο Παλιόκαστρο ανάμεσα σε Μούδρο και Ρουσσοπούλι.
Ο περίκλειστος κόλπος του Μούδρου είναι κατάλληλο αγκυροβόλιο και λιμάνι. Το 1770 ο Ορλόφ τον επέλεξε για να στρατοπεδεύσει, επιλογή που είχε τραγικές συνέπειες για το νησί. Τον 1785 αποτελείτο από 60 καλύβια, δυο ανεμόμυλους, δυο πύργους, δύο ναούς κι έναν ιερέα. Εκατό χρόνια αργότερα, το 1874, είχε 211 οικίες, σχολείο, δύο ιερείς, 185 οικογένειες και 1.200 κατοίκους. Αποτελούσε Δημαρχία με έξι εξαρτώμενα χωριά: Ρουσσοπούλι, Καμίνια, Αγία Σοφία, Σκανδάλη, Φισίνη και Ρωμανού. Το 1835 κτίστηκε η εκκλησία των Ταξιαρχών και το 1903 ο μνημειακός ναός της Ευαγγελίστριας, σε χώρο που υπήρχε παλαιότερα μοναστηριακό μετόχι.
Το 1912 ο ναύαρχος Κουντουριώτης εγκατέστησε εδώ το ορμητήριο του στόλου. Το 1915 αποτέλεσε τη βάση βρετανικής ναυτικής ταξιαρχίας. Στρατοπέδευσαν χιλιάδες στρατιώτες, κατασκευάστηκαν αποβάθρες και διαμορφώθηκε Αερολιμένας. Εκατοντάδες νεκροί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης θάφτηκαν στο Ανατολικό Συμμαχικό Νεκροταφείο Μούδρου. Το 1918 υπογράφτηκε η Συνθήκη του Μούδρου μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου δημιουργήθηκε ο Συνοικισμός για την εγκατάσταση των προσφύγων. Από το λιμάνι του εξάγονταν το 85% των λημνιακών προϊόντων. Στον Αερολιμένα στάθμευαν υδροπλάνα της ιταλικής εταιρίας Aeroespresso. Υπήρχαν τέσσερα εργοστάσια, αστυνομικός και λιμενικός σταθμός, τελωνείο, τηλεγραφείο, ταχυδρομείο και συμβολαιογραφείο. Είχε συνολικό πληθυσμό 2.500 κ. Μεταπολεμικά, υπήρξε τόπος εξορίας αριστερών.

ΚΑΜΙΝΙΑ
Κατά τη νεολιθική και χαλκοκρατική περίοδο στην κοντινή ακτή Βρόσκοπος αναπτύχθηκε η Πολιόχνη, η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Λήμνου. Αρχαϊκά, κλασικά και ρωμαϊκά ευρήματα εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία.
Το 1346 έχουμε την πρώτη μνεία του χωριού σε αγιορείτικο έγγραφο. Το όνομα προήλθε μάλλον από τις καμίνους που υπήρχαν στο λόφο Σώκαστρο για τη μετάδοση μηνυμάτων από καμινοβιγλάτορες. Αρχικά οι κάτοικοι ζούσαν διάσπαρτοι στις γύρω αγροτικές περιοχές και στην παραλία του Βρόσκοπου, που αναφέρεται ως οικισμός από το 15ο αιώνα. Στη σημερινή ασφαλή θέση, κοντά στην Παλιά Βρύση, συγκεντρώθηκαν το 18ο αιώνα.
Το 1844 αποτελούν ήδη συγκροτημένη κοινότητα. Κτίζεται ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου, λειτουργεί σχολείο και ταχυδρομείο. Έχουν 112 σπίτια, 90 οικογένειες και 137 στρατεύσιμους άνδρες. Η ανακάλυψη της πελασγικής Στήλης των Καμινίων προσελκύει περιηγητές και αρχαιολόγους. Επιφανείς καμινιώτες της περιόδου αυτής υπήρξαν ο ιστορικός Αργύριος Μοσχίδης και ο δημοσιογράφος Νικόλαος Λήμνιος.
Tα χρόνια του μεσοπολέμου γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη. Ξεκινούν ανασκαφές στην Πολιόχνη, κτίζεται νέο σχολικό κτίριο και εντυπωσιακά αρχοντικά σπίτια. Ο πληθυσμός φτάνει τους 729 κ. Μεταπολεμικά ο πληθυσμός σταδιακά μειώνεται στα 319 άτομα και το σχολείο κλείνει. Τουριστικά αναπτύσσεται ο Βρόσκοπος με επίκεντρο τον αρχαιολογικό χώρο της Πολιόχνης και τις κοντινές παραλίες.

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου Παραδείσι (286 μ.) που δεσπόζει στη νοτιοανατολική Λήμνο. Ως το 1988 αποτελούσε οικισμό της κοινότητας Φισίνης. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1303 ως πατριαρχικό κτήμα. Μαζί με τη Φισίνη και τη Σκανδάλη ονομάζονταν Χωρία της Σκάλας, από το ομώνυμο μεσαιωνικό οχυρό. Ο αρχικός οικισμός βρισκόταν στη θέση Παλιόμαντρα κοντά στον όρμο Σκίδι του κόλπου του Μούδρου. Μεσαιωνικά χαλάσματα εντοπίζονται επίσης στον Παρθενόμ’το στα δυτικά και στον Αγιομάρνο στα ανατολικά που αναφέρεται το 1355 σε αγιορείτικο έγγραφο ως Άγιος Μαρίνος.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν υπήρξε έξαρση της πειρατείας, δέκα οικογένειες μετακινήθηκαν στη θέση Καλύβια της Αγιασοφιάς, όπου έφτιαξαν σπίτια με υπόγεια καταφύγια: τα μουρσά, μοναδική περίπτωση στη Λήμνο. Άλλες οικογένειες πήγαν στη Σκανδάλη. Στα μέσα του 19ου αιώνα το χωριό είχε 47 σπίτια, 35 οικογένειες, 73 στρατεύσιμους άνδρες και έδινε ετήσια εισφορά στο μητροπολίτη 30 λίρες.
Ο ομώνυμος ναός, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με στεγασμένο εξωνάρθηκα, κτίστηκε το 1914 στη θέση παλιότερου. Είχε πέτρινο κωδωνοστάσιο, έργο του Κωνσταντή Αταλιώτη. Κατεδαφίστηκε μετά το σεισμό του 1968 και χτίστηκε νέος το 1971-74. Σχολείο ιδρύθηκε το 1919 και το 1924 κτίστηκε διδακτήριο. Λειτούργησε ως το 1972. Πληθυσμιακά το χωριό φθίνει συνεχώς: 227 κάτ. (1928), 55 (2001). Ενδιαφέρον αξιοθέατο αποτελούν οι τέσσερις Ραχιώτες Μύλοι.